| βιλαέτι (βαλιλίκι), τοΗ ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
 
    
 | 
		| καϊμακαμλίκι, τοOθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
 
    
 | 
		| κάλφας, οΤεχνίτης που είχε περάσει το στάδιο της μαθητείας, αλλά δεν είχε γίνει ακόμα μάστορας με δικό του εργαστήριο.
 
    
 | 
		| μουδιρλίκι (μουδουρλίκι), τοΟθωμανική διοικητική μονάδα στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, υποδιαίρεση του καϊμακαμλικιού, με διοικητή το μουδίρη ή μουδούρη.
 
    
 | 
		| μουτεσαριφλίκι, τοΟθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
 
    
 | 
		| μουχτάρης, οΑιρετός κοινοτικός υπάλληλος, ο επικεφαλής της κοινότητας σε επίπεδο χωριού ή συνοικίας.
 
    
 | 
		| μουχταρλίκι, τοΔιοικητική περιφέρεια μικρής έκτασης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνήθως μια συνοικία ή ένα χωριό, που διοικούνταν από το μουχτάρη.
 
    
 | 
		| Τανζιμάτ, ταΟι μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινιάστηκαν το 1839 με το διάγγελμα του Χάτι Σερίφ και τερματίστηκαν με την παραχώρηση συντάγματος το 1876. Οι μεταρρυθμίσεις, που θεωρήθηκαν προσπάθεια εκσυγχρονισμού και φιλελευθεροποίησης του κράτους, αφορούσαν όλο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην αυτοκρατορία. Ιδιαίτερη σημασία είχαν εκείνες που εξίσωναν νομικά τους μουσουλμάνους με τους μη μουσουλμάνους υπηκόους.
 
    
 | 
		| τσιράκι, τοΜαθητευόμενος τεχνίτης, συνήθως άμισθος, που συχνά στεγαζόταν και τρεφόταν στο εργαστήριο.
 
    
 |