οικονόμος, ο
1. Αρχαιότητα: Υπεύθυνος για την πληρωμή του κόστους των επιγραφών, των θυσιών, της ξενίας και της ανέγερσης των αγαλμάτων.2. Χριστιανική περίοδος: Εκκλησιαστικός αξιωματούχος, διαχειριστής της περιουσίας κάθε εκκλησιαστικού οργανισμού. Το αξίωμα μαρτυρείται από το έτος 340 (σύνοδος Γάγγρας), ως όρος δε ο οικονόμος είναι σε χρήση από τις αρχές του 5ου αιώνα. Ο οικονόμος ήταν κατά κανόνα κληρικός, διοριζόταν από τον επίσκοπο και από τον 11ο αιώνα και εξής από το μητροπολίτη, ωστόσο το διάστημα από τον 9ο αιώνα έως το 1057 οι (μεγάλοι) οικονόμοι της Μεγάλης Eκκλησίας διορίζονταν από τον αυτοκράτορα, κατά παρέκκλιση των εκκλησιαστικών κανόνων.
|
πρωτοκανόναρχος
Ονομαζόταν και πρωτοκανονάρχης. Στεκόταν στο μέσο του ναού και διηύθυνε, κανοναρχούσε, τους ψάλτες. Το αξίωμα απονεμόταν σε αναγνώστες.
|
πρωτονοτάριος, ο (εκκλησιαστικό αξίωμα)
Εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε ιερείς, κάποτε δε και σε διακόνους ή αναγνώστες. Ήταν ο επικεφαλής των νοταρίων, επιφορτισμένος με τη σύνταξη δικαιοπρακτικών εγγράφων, των γραμμάτων των επισκόπων και των προοιμίων των συνοδικών πράξεων. Συμμετείχε στις ανακρίσεις σε υποθέσεις που αφορούσαν γάμους και περιουσιακές διενέξεις. Είχε επίσης τελετουργικά καθήκοντα.
|
πρωτοπαπάς, ο
Εκκλησιαστικός αξιωματούχος με τελετουργικά καθήκοντα. Ήταν δεύτερος τη τάξει μετά τον αρχιερέα, πρωτοπρεσβύτερος.
|