| επί του κανικλείου, οΑυτοκρατορικός αξιωματούχος που βρισκόταν σε στενή συνεργασία με τον αυτοκράτορα, επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας, επιφορτισμένος με τον έλεγχο όλων των αυτοκρατορικών εγγράφων πριν και μετά την υπογραφή τους. Ο κάτοχος του αξιώματος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αυτοκρατορική αυλή αλλά και στη διακυβέρνηση.
 
    
 | 
		| σεβαστός και πανσέβαστος, οΤιμητικός τίτλος. Ο τίτλος του σεβαστού αποδόθηκε πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055) στην ερωμένη του Σκλήραινα και αργότερα τον υιοθέτησαν οι αυτοκράτορες Ισαάκ Κομνηνός (1057-1059) και Αλέξιος Α΄ (1081- 1118). Το 12ο αιώνα στον τίτλο του σεβαστού προστέθηκε το επίθετο πανσέβαστος. Ο τίτλος αποδιδόταν και σε ξένους πρίγκιπες.
 
    
 | 
		| ύπατος των φιλοσόφων, οΟ διορισμένος από το κράτος λόγιος αξιωματούχος που επέβλεπε τη λειτουργία των σχολών φιλοσοφίας. Ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα, ως επικεφαλής της Σχολής της Φιλοσοφίας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος. Ύπατοι των φιλοσόφων υπήρξαν επίσης ο Ιωάννης Ιταλός, ο Θεόδωρος Σμύρνης κ.ά.
 
    
 | 
		| χαρτοφύλαξ, οΕκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο εμφανίζεται πρώτη φορά τον 6ο αιώνα. Αποδιδόταν συνήθως σε διακόνους. Ο χαρτοφύλακας ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία των μεγάλων εκκλησιών, ενώ φύλαγε τα επίσημα έγγραφα, τις αποφάσεις και τους κανόνες των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων. Από το 10ο αιώνα ο χαρτοφύλακας εμφανίζεται επικεφαλής των σεκρετικών (γραμματέων) του χαρτοφυλακίου και στενός συνεργάτης του πατριάρχη με διευρυμένες αρμοδιότητες, όπως η εξέταση υποψήφιων ιερέων και η εκπροσώπηση του πατριάρχη σε περίπτωση απουσίας του, ακόμα και στη σύνοδο. Χαρτοφύλακες με καθήκοντα αρχειοφύλακα υπήρχαν και σε ορισμένες μονές. Επί Ανδρονίκου Α΄ το αξίωμα ονομάστηκε μέγας χαρτοφύλαξ.
 
    
 |